- ἄκρουλος
- ἄκρουλος, ον,A curled at the tip,
τρίχες Arist.Phgn.812b33
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίχες Arist.Phgn.812b33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άκρουλος — ἄκρουλος, ον (Α) σγουρός, κατσαρός στην άκρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + οὖλος «σγουρός») … Dictionary of Greek
ἄκρουλοι — ἄκρουλος curled at the tip masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρόουλος — ἀκρόουλος, ον (Μ) ο άκρουλος* … Dictionary of Greek